Ἰούδα

Ἰούδα
Ἰούδᾱ , Ἰούδας
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Ἰούδᾱ , Ἰούδας
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἰούδᾳ — Ἰούδᾱͅ , Ἰούδας masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιούδα, βασίλειο — Μία από τις δύο πολιτικές οντότητες στις οποίες διαιρέθηκε το βασίλειο του Σολομώντα μετά τον θάνατό του. Πρωτεύουσά του ήταν η Ιερουσαλήμ. Βλ. λ. Εβραίοι (Ιστορία) …   Dictionary of Greek

  • Επιστολή Ιούδα — Η τελευταία από τις καθολικές επιστολές της Καινής Διαθήκης. Γράφτηκε στο διάστημα μεταξύ 62 και 70 μ.Χ., από τον Ιούδα, έναν από τους λεγόμενους αδελφούς του Ιησού. Απευθύνεται στους χριστιανούς και τους καλεί να υπερασπίζονται σθεναρά την πίστη …   Dictionary of Greek

  • Αλ Χαριτζί, Ιούδα Μπεν Σολομόν — (Judah Ben Solomon Al Harizi, Τολέδο 1170 – 1230 μ.Χ.). Ισπανοεβραίος ποιητής. Πέρασε τη ζωή του ταξιδεύοντας (Ισπανία, Ευρώπη, Αίγυπτο, Περσία) και από τα ταξίδια αυτά αποκόμισε πολύτιμη πείρα και, συγχρόνως, υλικό για τα έργα του. Διακρίθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ἰούδας — Ἰούδᾱς , Ἰούδας masc acc pl (doric aeolic) Ἰούδᾱς , Ἰούδας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰούδαι — Ἰούδᾱͅ , Ἰούδας masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰούδαν — Ἰούδᾱν , Ἰούδας masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Αζαρίας — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ιούδα (779 740 π.Χ.).Γιοςτου Αμασίου ή Αμεσσίου και της Ιεχελία. Αναφέρεται και ως Οζίας. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 16 ετών. Η βασιλεία του υπήρξε καλή. Παραμέλησε, όμως, τα καθήκοντά του προς τον Θεό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”